- περιακοντιζω
- περιακοντίζωπερι-ᾰκοντίζωзабрасывать отовсюду копьями
(τὸ φορεῖόν τινος Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(τὸ φορεῖόν τινος Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
περιακοντίζω — Α ρίχνω ακόντια εναντίον κάποιου από όλα τα μέρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ἀκοντίζω «ρίχνω ακόντιο»] … Dictionary of Greek